ανάλεστος

ανάλεστος
-η, -ο [αλέθω]
1. αυτός που δεν αλέστηκε, άτριφτος, άκοπος
2. αυτός που δεν άλεσε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανάλεστος — η, ο ο μη αλεσμένος: Πήραμε το στάρι ανάλεστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλεστος — η, ο ο μη αλεσμένος, ανάλεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεστός. ρηματ. επίθ. τού αλέθω η στερητική σημασία του αρκτικού α προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου] …   Dictionary of Greek

  • άτριφτος — η, ο (AM ἄτριπτος ον) 1. ατριβής, αυτός που δεν έχει φθαρεί ή σκληρυνθεί από την πολλή χρήση 2. (για στάρι) ανάλεστος, ακοπάνιστος 3. αγύμναστος, άπειρος, άμαθος νεοελλ. αυτός που δεν επιδέχεται τριβή, που δεν μπορεί να τον τρίψει κανείς αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αλέθω — (Μ ἀλέθω) 1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ 2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ 3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω 4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη 5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • αλιοτρίβητος — η, ο [λιοτριβώ] (για ελιές) αυτός που δεν έχει συνθλίβει στο ελαιοτριβείο, δεν έχει μεταβληθεί σε πολτώδη μάζα, ανάλεστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”